Τρία αδέλφια αυτoεγκλωβισμένα στο υπόγειο του σπιτιού τους. Το παιχνίδι τους διαρκεί όσο λείπουν οι γονείς τους. Σκοπός του παιχνιδιού, η δολοφονία των γονιών τους. Μάρτυρες και συνένοχοι, οι θεατές. Μια παράσταση για τον εγκλωβισμό μιας γενιάς και το μερίδιο ευθύνης της. Φταίει η κοινωνία, η οικογένεια; εμείς οι ίδιοι;

Μετάφραση: Γιάννης Θηβαίος
Επιμέλεια κίνησης: Χάρης Πεχλιβανίδης
Βοηθός σκηνοθέτη:Ελένη Χούμου
Σκηνογραφική-Ενδυματολογική επιμέλεια: Μαριαλένα Χρυσογονίδου, Ελένη Χούμου.

info
Παράταση παραστάσεων στο Θέατρο 90 Μοιρών (Φιλίππου 36) στο Κέντρο της Νύφης του Θερμαϊκού
Παραστάσεις: Σάββατο-Κυριακή: 11 & 12 Ιανουαρίου και Κυριακή 19 Ιανουαρίου στις 21.30
Τιμές Εισιτηρίων:10 ευρώ κανονικό, 5 ευρώ μειωμένο.

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
«Η Νύχτα των δολοφόνων» μας καθιστά μάρτυρες της λυτρωτικής διαδικασίας απογαλακτισμού τριών νέων από τη γονεϊκή εξάρτηση. Τα πρόσωπα του έργου καθίστανται φορείς και συγχρόνως τιμητές των ιδεών που εκφράζουν οι γονείς τους. Το δίπολο πατέρας-μητέρα αναπαράγεται από τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια, τον Λάλο και την Κούκα. Ο διαρκής αγώνας της μικρότερης αδελφής, της Μπέμπα, να ακολουθήσει τη σύγκρουση των άλλων δύο, την περιορίζει στον ίδιο ρόλο που έχει εκτός παιχνιδιού αλλά και εντός οικογένειας. Το ρόλο του καταπιεζόμενου παιδιού.
Ο μηχανισμός μέσω του οποίου αναπαράγονται η οικογένεια και οι ρόλοι της είναι το, ψυχοδραματικού τύπου, παιχνίδι των τριών αδερφών. Ο χαρακτήρας του απαιτεί την εναλλαγή ρόλων. Έτσι πότε ο ένας και πότε ο άλλος μεταμφιέζονται σε γονείς. Όλη αυτή η διαδικασία τους επιτρέπει να δουν καθαρά ποιοι είναι οι παράγοντες που τους έχουν οδηγήσει να παραμένουν εγκλωβισμένοι στο οικογενειακό περιβάλλον, ακόμα και μετά την ενηλικίωση τους.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο το παιχνίδι λειτουργεί με όρους παραστασιακούς, αφ’ ης στιγμής οι τρεις νέοι παίζουν ενώπιον θεατών-μαρτύρων. Αυτή η συνύπαρξη οδηγεί τους χαρακτήρες στην πλήρη απογύμνωση τους, κάνοντας παράλληλα τους θεατές συμμέτοχους αυτής της διαδικασίας και εν δυνάμει συμπάσχοντες του δράματος τους.
Η αφετηρία μας λοιπόν υπήρξε αυτή η σχέση μεταξύ ηθοποιών και θεατών. Εξαρχής επιδιώξαμε να συμπεριλάβουμε το κοινό μέσα στο πλαίσιο του παιχνιδιού της παράστασης. Οι τρεις χαρακτήρες συγκρούονται μεταξύ τους, εντός και εκτός παιχνιδιού ρόλων, με αποτέλεσμα να οδηγούνται στο τέλος στην απόλυτη σύγκρουση με τον ίδιο τους τον εαυτό.
Το παιχνίδι οφείλει να λειτουργεί διαρκώς αθροιστικά στη διαμόρφωση της σχέσης τους τόσο μεταξύ τους όσο και με τα πρόσωπα του οικογενειακού και κοινωνικού περιβάλλοντος τους.
Μόλις κάποιος σταματήσει το παιχνίδι, επειδή φοβάται να αντιμετωπίσει τις φοβίες του, τότε οι άλλοι δύο οφείλουν να τον επαναφέρουν σε αυτό, καθιστώντας του σαφές ότι πρέπει να συνεχίσει, έτσι ώστε να επέλθει τελικά η λύτρωση του.
Ποιο είναι το τέλος;
Αυτό το ερώτημα ξεκινά πριν την έναρξη του παιχνιδιού, το διατρέχει και εντέλει εκτείνεται πέραν του παραστασιακού γεγονότος. Θα καταφέρουν αυτοί οι τρεις νέοι να φύγουν κάποια στιγμή από το σπίτι τους; Θα καταφέρουν να σκοτώσουν, μέσα τους, τους γονείς τους; Τα ερωτήματα μένουν μετέωρα καθώς η απάντηση οφείλει να απαντηθεί από τους ίδιους τους μάρτυρες αυτής της μέθεξης, τους θεατές.
Ο βαθμός της προσωπικής ευθύνης για την αδράνεια μας απέναντι στους οικογενειακούς και κατ’ επέκταση τους κοινωνικούς περιορισμούς είναι ίδιος με αυτόν της οικογένειας και της κοινωνίας. Εμείς οφείλουμε πέρα από τη συνειδητοποίηση αυτού του περιορισμού να βρούμε τη δύναμη να απαγκιστρωθούμε, αλλάζοντας πρώτα τους παράγοντες που μας αυτοεγκλωβίζουν. Ο αγώνας μας ξεκινά πρώτα από τους δικούς μας φόβους και ύστερα εκτείνεται πέρα από μας, σε όλους τους άλλους.
Η κατάσταση η οποία βιώνουμε σήμερα θέτει πιο έντονα από ποτέ το ζήτημα της πραγματικής σύγκρουσης με τον αυτοπεριορισμό μας. Κάθε επιστροφή σε περιοριστικούς μηχανισμούς μας αποτρέπει από το να πάρουμε πρωτοβουλίες. Η υπέρβαση αυτών των εξαρτησιογόνων σχέσεων θα πρέπει να αποτελεί τον διαρκή αγώνα όλων. Έτσι λοιπόν και οι τρεις χαρακτήρες του έργου δρουν συγκρουσιακά μεταξύ τους, απέναντι στο οικογενειακό περιβάλλον και τους φορείς του. Η στιγμή που θα αποφασίσουν να μην επιστρέψουν στο ανώδυνο παιχνίδι, που επιβάλλει η παρουσία των γονέων, αλλά θα βρούνε τη δύναμη για την ηρωική έξοδο, θα αποτελέσει το εφαλτήριο της ανεξαρτητοποίησης τους και την ελπίδα ότι θα αποτελέσουν πρότυπα και όχι προέκταση των εξουσιαστικών μορφών των γονέων τους.

Γιώργος Καραβασίλης
Σκηνοθέτης