Ο Γιώργος Κιμούλης μίλησε στο biscotto.gr για την παράσταση «Δωδέκατη Νύχτα» και αποκάλυψε τι τον οδήγησε στην επιλογή του συγκεκριμένου έργου αλλά και ποιο είναι το απαιτητικό στάδιο τού να σκηνοθετείς Σαίξπηρ.

*H παράσταση «Δωδέκατη Νύχτα» πήρε παράταση για τις 31 Αυγούστου στο Θέατρο Κήπου στα πλαίσια του «Φεστιβάλ Κήπου».

Προπώληση: viva.gr


Συνέντευξη στο biscotto.gr

Έχετε μία διακεκριμένη πορεία σε έργα του Σαίξπηρ. Τι σας οδήγησε στην επιλογή του συγκεκριμένου έργου;

Ναι, έχω μεταφράσει, σκηνοθετήσει και παίξει έντεκα έργα του Σαίξπηρ. Η επιλογή του έργου “Δωδέκατη Νύχτα ή ό,τι επιθυμείτε” έχει σχέση με το θέμα του έργου. Και το θέμα του έργου αυτού, κατά τη γνώμη μου, είναι η “επιθυμία” του καθενός και ο τρόπος που προσπαθούμε να τη διαχειριστούμε. Η επιθυμία στον άνθρωπο είναι αυτό που ουσιαστικά τον χαρακτηρίζει. Δυστυχώς ένα ολόκληρο σύστημα προσπαθεί να τον αναγκάσει να καταπιέζει και να κρύβει τις επιθυμίες του. Ουσιαστικά δηλαδή, να κρύβει αυτά που τον χαρακτηρίζουν. Όμως οι επιθυμίες των ανθρώπων, όσο κι αν καταπιέζονται, όσο κι αν νομίζουμε πως κρύβονται, πάντα έρχονται στο φως. Κι αυτό γελοιοποιεί τον άνθρωπο. Ενώ ταυτόχρονα, μπορεί να έρθουν στο φως με βίαιο τρόπο και με τη μορφή εφιάλτη. Αυτό είναι το θέμα του έργου, το οποίο ο Σαίξπηρ το παρουσιάζει χρησιμοποιώντας μ’ ένα πανέξυπνο τρόπο τον κώδικα της κωμωδίας. 

Πόσο διάστημα απαιτείται για να μπορέσει να ανέβει μία τέτοια παράσταση;

Υπάρχουν τρεις διαφορετικές φάσεις. Η πρώτη έχει σχέση με την ερμηνεία του μεταφραστή/σκηνοθέτη. Την περίοδο αυτή λειτουργεί η απαραίτητη ενικότητα του καλλιτέχνη που ερμηνεύει ένα έργο. Είναι μία περίοδος εντελώς μοναχική και μπορεί να κρατήσει αρκετούς μήνες. Η δεύτερη είναι η περίοδος των δοκιμών. Τότε η ενικότητα χάνει την αξία της και αποκτά το πληθυντικό στοιχείο που απαιτεί η θεατρική δημιουργία. Σ’ αυτή την περίοδο οφείλει ο σκηνοθέτης/μεταφραστής να απαλλαγεί απ’ το μοναχικό του κέλυφος και να συναντηθεί με τις ενικότητες των υπολοίπων συντελεστών, ούτως ώστε η παράσταση να είναι προϊόν μιας συλλογικής δημιουργίας. Είναι ίσως η πιο ευαίσθητη περίοδος. Και τέλος είναι η περίοδος των παραστάσεων, όπου χρειάζεται να υπενθυμίζεται συνεχώς στους συμμετέχοντες το πόσο θνησιγενής είναι η θεατρική τέχνη. Κάθε παράσταση είναι μία άλλη νέα παράσταση. Η παράσταση που έγινε έχει πεθάνει. Η επόμενη παράσταση πρέπει να γεννηθεί απ’ την αρχή. Εχθρός κάθε θεατρικής παράστασης είναι ο αυτοματισμός και η ανέμπνευστη επανάληψη. Και σ’ αυτή την παγίδα πέφτουν πολλές φορές κάποιοι ομότεχνοι.

Κατά τη διάρκεια της περιοδείας κάνετε κάποιες αλλαγές σκηνοθετικές ή πάνω σε ερμηνείες;

Αλλαγές σε σχέση με την ερμηνεία του έργου και των προσώπων, όχι. Αυτό έχει γίνει κατά τη διάρκεια των δοκιμών. Αλλαγές όμως, ως προς την εκτέλεση των ερμηνειών, ναι. Σας είπα και πιο πριν πως η επανάληψη οδηγεί, μέσω της διευκόλυνσης ενός αυτοματισμού, σ’ ένα ανέμπνευστο και σχεδόν αντικαλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Οφείλεις λοιπόν διαρκώς -και σχεδόν καθημερινά- να “ξυπνάς” την έμπνευση των συναδέλφων σου. Είναι κουραστικό για όλους, αλλά αναγκαίο, απ’ τη στιγμή που σέβεσαι το καλλιτεχνικό σου έργο και τους θεατές, που έρχονται να δουν την παράσταση. 

Ποιο είναι το πιο απαιτητικό στάδιο όταν ανεβάζετε Σαίξπηρ;

Θεωρώ το πρώτο. Αν θέλει να κατανοήσει κάποιος ένα κείμενο ή ένα έργο, που έχει γραφτεί πριν πάρα πολλά χρόνια, πρέπει να γνωρίζει πως είναι αδύνατον να μεταφέρει απολύτως τον εαυτό του στο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο αυτό δημιουργήθηκε, ξεχνώντας την εποχή που βρίσκεται ο ίδιος. Καθώς όλοι μας είμαστε, καλλιτέχνες και θεατές, πάντα εντός του πλαισίου της δικής μας εποχής και βλέπουμε πάντα υπό το δικό της πρίσμα. Παράλληλα οφείλει κατά τη διαδικασία της ερμηνείας του έργου, να αναλύει με ακραία ενδελεχή τρόπο, βάσει της βιβλιογραφίας και της αρθογραφίας που υπάρχει, το πώς και το γιατί του συγγραφέα. Όχι για να μιμηθεί τον τρόπο, αλλά για να τον κατανοήσει και να τον ερμηνεύσει. Κάθε μετάφραση και κάθε σκηνοθεσία είναι μία ερμηνεία. Και η ερμηνεία δεν εκκινά ποτέ από κάποιο ουδέτερο, αρχιμήδειο σημείο, αλλά μορφοποιείται και συγκροτείται από προϋποθέσεις. Οι προϋποθέσεις αυτές δεν είναι πάντα ρητές και δεδομένες. Υπάρχει μία άδηλη και άρρητη κατανόηση πριν την εκάστοτε ρητή και εκπεφρασμένη. Υπάρχει ένας συγκεκριμένος βιόκοσμος με τη φαινομενολογική έννοια της λέξης, μία προ- κατανόηση, η οποία έχει ήδη δεσμεύσει τις ερμηνευτικές μας επιλογές προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση.