Ας γυρίσουμε πίσω στο 1999, Ένα χρόνο πριν κλείσει η χιλιετία. Ένα χρόνο στον οποίο οι άνθρωποι κοιτούσαν πίσω για να δουν πώς πορεύτηκαν, μερικοί πρόσμεναν τη συντέλεια του κόσμου, άλλοι κοιτούσαν μπροστά για να δουν τον εαυτό τους που πορεύεται ακάθεκτος. Ακάθεκτος από τι; Από έναν τρόπο ζωής γεμάτο κοινωνικές σχέσεις που βασίζονταν στην εξουσία και τη δύναμη. Έρωτες σουρεάλ, με τη βία και τα απωθημένα να τσουγκρίζουνε σε μεθύσια, σε μπλοκάκια του ΙΚΕΑ που υπόσχονταν να σου φέρουν την ευτυχία, σε έναν παλλόμενο ηδονισμό βασισμένο στο σεξ, στη μοναχικότητα ενός κόσμου που απλά σε ξεχνά γιατί τρέχει, σε μια γροθιά που θέλεις να τη δώσει απλά σε κάποιον. Έτσι, για να ξεσπάσεις.

Αυτός ο κόσμος, όπως τον γνωρίζαμε μέχρι τότε άρχισε να αποσυντίθεται και κινηματογραφικά. Ταινίες της χρονιάς εκείνης έμοιαζαν να ξεχειλώνουν μια ζωή που συνεχώς φιλτράρονταν από τις επιταγές της μόδας. Τις επιταγές ενός καινούριου Lifestyle, που έμοιαζε αυτοκαταστροφικό, που είχε αρχίσει να μολύνει τον χαρακτήρα των ανθρώπων.

Τη χρονιά εκείνη το Fight Club του David Fincher έκανε την εμφάνιση του. Και ήταν μια κανονική γροθιά στο στομάχι. Ένας ήρωας που επιπλέει σε ψεύτικα βελούδινα υφάσματα του ΙΚΕΑ, ένας ήρωας με έρωτες εμμονικούς, αν κανείς μπορεί αν τους χαρακτηρίσει έρωτες, με το σεξ να αποτελεί έναν τρόπο για να διοχετεύσει έναν εαυτό που δείχνει παγιδευμένος. Ένας ήρωας που παρασύρεται στο υπόδειγμα του ανδρισμού, που όσο κίβδηλο και να αποδεικνύεται τον κάνει να αφήνεται στις υποδείξεις του. Ένας ήρωας που μας ρίχνει μια γροθιά στο στομάχι και που ο πόνος του χτυπήματος φτάνει μέχρι σήμερα.

Τι έχει αλλάξει 20 χρόνια μετά; 20 χρόνια μετά από τις πρώτες ενδείξεις αυτού που επρόκειτο να είναι ένας τρόπος ζωής εργαστηριακής ανάπτυξης των ανθρώπων; Εργαστηριακού έρωτα; Εργαστηριακών απολαύσεων; Καταναλωτικών ηδονών; Σήμερα αναζητούμε την διέξοδο προς τη ματαιότητα σε μία οθόνη. Όλα τα άλλα έχουν απλά γιγαντωθεί. Και το δικό μας fight club είναι η κοινωνία μας.