Κωσταλέξι: Με νέα σκηνοθετική ματιά και νέο υλικό που εμπλουτίζει τη δραματουργία της παράστασης, η Άλκηστις Νικολαΐδη, η Ζωγραφιά Μεντεσίδου και ο Κωνσταντίνος Μωραΐτης παρουσιάζουν την πραγματική ιστορία μιας γυναίκας που οι ίδιοι οι γονείς της κράτησαν σε εγκλεισμό για σχεδόν τρεις δεκαετίες σε ένα χωριό της Στερεάς Ελλάδας. Μια ιστορία που συγκλόνισε το πανελλήνιο και αποτέλεσε την έμπνευση, 45 χρόνια μετά, για μία παράσταση που συζητήθηκε όσο λίγες στο πρώτο της ανέβασμα στο θέατρο Θησείον στην Αθήνα.

Άλκηστις Νικολαΐδη: Συνέντευξη στη Χριστίνα Μισιρλή 

 

Η υπόθεση Κωσταλέξι συγκλόνισε το πανελλήνιο και βγήκαν στο φως λεπτομέρειες οι οποίες ήταν πρωτάκουστες για εκείνη την εποχή. Πώς νιώθετε που υποδύεστε τον ρόλο της Ελένης Καρυώτη;

Σίγουρα το να καλείσαι να φέρεις στη σκηνή ένα αληθινό πρόσωπο και πόσο περισσότερο ένα πρόσωπο με τέτοια βιώματα, είναι ιδιαίτερα απαιτητικό.
Αισθάνθηκα και ακόμα αισθάνομαι μία μεγάλη ευθύνη αλλά η Ελένη, καθ’όλη τη διάρκεια των προβών, ήταν κατά κάποιο τρόπο δίπλα μου, βοηθώντας με να κατανοήσω τη δυσκολία της διαβίωσης της αλλά και να εντοπίσω τα όποια φωτεινά σημεία την κράτησαν εν ζωή.
Είναι πολύ συγκινητικό να αισθάνεσαι ότι βοηθάς κι εσύ να ακουστεί η ιστορία ενός ανθρώπου που ήταν μια ζωή αόρατος.
Η Ελένη διεκδίκησε και κατέκτησε τον χώρο της μέσα μου και θα τη φέρω μαζί μου.

Πόσο δύσκολο είναι να αποτυπώνετε τα τόσο έντονα συναισθήματα πάνω στη σκηνή;

Οι αληθινές ιστορίες, ειδικά όταν είναι τόσο σκοτεινές, είναι ικανές όντως να γεννήσουν πολύ έντονα συναισθήματα. Οι πρόβες ήταν αρκετά ψυχοφθόρες για εμένα καθώς σε κάθε πρόβα ανακάλυπτα και μία έξτρα λεπτομέρεια. Από τη στιγμή που η παράσταση ανέβηκε, η δουλειά μου είναι να μην αφήσω τα συναισθήματα να καπελώσουν την ιστορία. Ευτυχώς είμαι εκπαιδευμένη στην τεχνική υποκριτικής Meisner που είναι άκρως βοηθητική στο να γεννηθούν οργανικά αυτά τα έντονα συναισθήματα αλλά ταυτόχρονα να έχω τον απόλυτο έλεγχο του τι μου συμβαίνει επί σκηνής.
Η ιστορία της Ελένης πρέπει να ακουστεί και είναι τρομερά σημαντικό να την διαχειριστούμε με ευαισθησία.
Δεν θα το κρύψω ότι υπάρχουν κάποιες παραστάσεις που είναι πιο ηλεκτρισμένες συγκινησιακά για εμένα. Αυτό δεν είναι ορατό στους θεατές, είναι εντελώς εσωτερική διαδικασία. Σε αυτές τις περιπτώσεις, χρειάζομαι απλώς λίγο παραπάνω χρόνο αποσυμπίεσης μετά το πέρας της παράστασης.

Τι είδους έρευνα χρειάστηκε να προηγηθεί προκειμένου να μη παρερμηνευθεί κάποιο σημείο της υπόθεσης;

Έγινε ενδελεχής έρευνα από 2 συνεργάτες μας προκειμένου να συλλεχθούν όλες οι πληροφορίες της υπόθεσης. Είναι γεγονός ότι υπήρξε έντονη παραφιλολογία για την ιστορία της Ελένης και αφιερώσαμε αρκετό χρόνο στο να χτίσουμε μία παράσταση που να παρουσιάζει τα αληθή γεγονότα.
Στην παράσταση ακούγονται τα πρακτικά της δίκης, αληθινές μαρτυρίες ανθρώπων αλλά φυσικά υπάρχει και το στοιχείο της μυθοπλασίας αναφορικά με τα λόγια της Ελένης καθώς εκείνη, από τον πολυετή εγκλεισμό, είχε ξεχάσει να μιλάει.

Ποια είναι τα μηνύματα που θέλει να περάσει η παράσταση στο κοινό 45 χρόνια μετά;

Αρχικός στόχος ήταν να ακουστεί η ιστορία και στις νεότερες γενιές που την γνωρίζουν περισσότερο μόνο ως φράση. Αυτές οι ιστορίες πρέπει να ακούγονται προκειμένου να κατανοήσουμε τις βλαβερές συνέπειες του να κοιτάμε μόνο τον εαυτό μας, να φοβόμαστε μην μπλέξουμε ενώ δίπλα μας κακοποιείται ένας άνθρωπος. Το μικρόβιο του «τι θα πει ο κόσμος» έχει μπολιαστεί τόσο βαθιά μέσα μας που έχει προκαλέσει μόλυνση, σήψη. Το μόνο αντίδοτο σε αυτή τη σήψη είναι να δούμε κατάματα την κοινωνία μας, να μην στρέψουμε αλλού το βλέμμα μήπως και καταφέρουμε να την εξυγιάνουμε.

Πίστευε ότι ακόμα και σήμερα που η επιστήμη έχει εξελιχθεί, η ψυχική υγεία είναι ταμπού;

Αν και είναι σαφές ότι έχουν γίνει βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση, ακόμα δυστυχώς η ψυχική νόσος στιγματίζει τον άνθρωπο αλλά και το περιβάλλον του. Όταν με ιδιαίτερη ευκολία λέμε σε ανθρώπους με διαγνωσμένη κατάθλιψη, για παράδειγμα, «έλα μωρέ, χαμογέλα και λίγο και θα σου περάσει», σε ανθρώπους με αγχώδη διαταραχή «απλά χαλάρωσε» και τους υπόλοιπους απλά τους αφήνουμε στη μοίρα τους ή τους κρύβουμε μέσα σε ένα σπίτι ή σε ένα ίδρυμα, κατανοούμε ότι έχουμε πολύ δρόμο ακόμα μπροστά μας.
Έχουμε αρχίσει να αποδεχόμαστε τη σπουδαιότητα του να έχει ένας άνθρωπος έναν ψυχίατρο ή έναν ψυχολόγο αλλά ακόμα είναι κεκαλυμμένη καθώς εφευρίσκουμε όμορφα υποκοριστικά προκειμένου να αναφερόμαστε σε αυτούς. «θα πάω στον ψι μου» λέμε για να αλαφρύνουμε κάπως την κατάσταση, μη θεωρηθούμε ότι έχουμε και πρόβλημα.