Τελευταία και λόγω της πανδημίας γίνεται αρκετή συζήτηση για τη Βιταμίνη D, τη γνωστή και ως «βιταμίνη του Ήλιου», τις ευεργετικές της ιδιότητες αλλά και το παράδοξο να εμφανίζει χαμηλά επίπεδα σε πληθυσμούς χωρών, όπως οι μεσογειακές, που έχουν ηλιοφάνεια στο μεγαλύτερο διάστημα του έτους.

Μια πολύ ενδιαφέρουσα δημοσίευση στην επίσημη ιστοσελίδα του Γενικού Νοσοκομείου Ηρακλείου «Βενιζέλειο» θα λύσει τις βασικές μας απορίες αλλά και θα μας δώσει χρήσιμες πληροφορίες για την ενεργοποίηση και την πρόσληψη της βιταμίνης D από τον οργανισμό μας.

Όπως αναφέρει η δημοσίευση:

Η βιταμίνη D είναι μια λιποδιαλυτή βιταμίνη, η οποία θεωρείται ταυτόχρονα και ορμόνη.  Ασκεί τη δράση της σχεδόν σε όλα τα όργανα του σώματος και φαίνεται ότι επηρεάζει την έκφραση πολλών γονιδίων, τουλάχιστον 200, με πολλούς διαφορετικούς μηχανισμούς.

Ο οργανισμός προσλαμβάνει τη βιταμίνη D κυρίως μέσω της σύνθεσης της στο δέρμα με την επίδραση της υπεριώδους ηλιακής ακτινοβολίας (“βιταμίνη του ήλιου”). Μικρή ποσότητα μόνο προσλαμβάνεται από τις τροφές.  Λίγες τροφές περιέχουν βιταμίνη D, όπως ορισμένα «λιπαρά» ψάρια (σολομός, σκουμπρί, τόνος, μπακαλιάρος, πέστροφα, σαρδέλες), το μουρουνέλαιο, τα αυγά (κρόκος), το βοδινό συκώτι, οι γαρίδες, το σέλερι και τα δημητριακά ολικής άλεσης.

Στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες μεσογειακές χώρες, δε θα περίμενε κανείς να υπάρχει έλλειψη της βιταμίνης D, λόγω της μεγάλης ηλιοφάνειας. Μελέτες όμως έχουν δείξει ότι τα επίπεδα βιταμίνης D τόσο στον ελληνικό πληθυσμό, όσο και σε άλλους μεσογειακούς λαούς, πολύ συχνά είναι χαμηλότερα από τα φυσιολογικά και η ανεπάρκεια βιταμίνης D είναι συνηθέστερη από στις βορειότερες χώρες. Πρόσφατη μελέτη στον Ελληνικό πληθυσμό ανέδειξε πως το 57,7% έχει έλλειψη βιταμίνης D.

Οι κυριότερες αιτίες που εξηγούν αυτό το φαινόμενο είναι:

  1. Το γεωγραφικό πλάτος της Ελλάδας (34°-41°), που δεν επιτρέπει επαρκή υπεριώδη ακτινοβολία, ιδίως τους χειμερινούς μήνες.
  2. Το πιο σκούρο χρώμα του δέρματος
  3. Ενδεχομένως γενετική προδιάθεση
  4. Οι κάτοικοι των βορειότερων χωρών της Ευρώπης καταναλώνουν μεγαλύτερες ποσότητες λιπαρών ψαριών, πλούσιων σε βιταμίνη D. Αντίθετα, στην Ελλάδα, η κύρια πηγή λιπαρών είναι το ελαιόλαδο, το οποίο περιέχει μικρότερη ποσότητα βιταμίνης D. Επίσης, στις χώρες αυτές πολλά τυποποιημένα τρόφιμα έχουν εμπλουτιστεί  με βιταμίνη D και -εκτός αυτού – γίνεται και πιο συστηματική χορήγηση συμπληρωμάτων διατροφής που την περιέχουν.

Γιατί όμως είναι τόσο σημαντική για την υγεία η βιταμίνη D; Ποια τα οφέλη της στον οργανισμό;

  1. Δράσεις της βιταμίνης D στα οστά και στο μεταβολισμό του ασβεστίου

Έχει τεκμηριωθεί η σημαντική συμβολή της στη σωστή ανάπτυξη και την προαγωγή της υγείας του σκελετού μας. Η σοβαρή έλλειψή της οδηγεί σε χαμηλά επίπεδα ασβεστίου και φωσφόρου στο αίμα, ραχίτιδα στα παιδιά ( πάθηση που οδηγεί σε παραμόρφωση των οστών και καθυστέρηση της ανάπτυξης), οστεομαλακία και οστεοπόρωση – κατάγματα στους ενήλικες. Επίσης, τα άτομα με χαμηλή βιταμίνη D παρουσιάζουν αυξημένη συχνότητα πτώσεων. Τα παραπάνω έχουν τεκμηριωθεί με πλήθος καλά σχεδιασμένων μελετών. 

  1. Τα τελευταία όμως χρόνια πλήθος επιστημονικών μελετών υπογραμμίζουν το σημαντικό ρόλο της βιταμίνης D όχι μόνο στη σκελετική, αλλά και στη συνολική υγεία του οργανισμού, καθώς βοηθά στη μείωση των φλεγμονών, στην καλή ρύθμιση και ενδυνάμωση του ανοσοποιητικού συστήματος, στην ανάπτυξη των κυττάρων και στη ρύθμιση του μεταβολισμού.

Υπάρχουν ενδείξεις ότι η ανεπάρκειά της μπορεί να σχετίζεται με αύξηση του κινδύνου για αρκετές παθήσεις, όπως διάφορες κακοήθειες (μαστού, μήτρας, ωοθήκης, κύστεως),    αυτοάνοσα νοσήματα (συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, ρευματοειδής αρθρίτις), φλεγμονώδεις (νόσος Crohn, φυματίωση) και νευρολογικές παθήσεις (νόσος Parkinson, σχιζοφρένια, κατάθλιψη, σκλήρυνση κατά πλάκας), καρδιαγγειακά νοσήματα (υπέρταση, αρτηριοσκλήρυνση, έμφραγμα), ενδοκρινικές διαταραχές (σακχαρώδης διαβήτης, παχυσαρκία). Ωστόσο, για τα παραπάνω υπάρχουν κυρίως επιδημιολογικά δεδομένα και χρειάζονται περαιτέρω μελέτες, για πλήρη τεκμηρίωση των παραπάνω στοιχείων.

Στην παρούσα φάση υπάρχουν ισχυρές αποδείξεις μόνο για το ότι η βελτίωση των επιπέδων της βιταμίνης D βοηθάει στην πρόληψη των καταγμάτων και στην πρόληψη των πτώσεων.

Συνήθως όταν υπάρχει  έλλειψη βιταμίνης D δεν αναφέρονται  εμφανή και σαφή συμπτώματα. Τα συμπτώματα μπορεί να εκδηλωθούν μετά από πολλά έτη,  Τέτοια  μπορεί να είναι μυϊκή αδυναμία, χρόνια κόπωση, αλλαγές στη διάθεση, όπως άγχος και κατάθλιψη, χρόνιος πόνος, κράμπες, πόνος στις αρθρώσεις, αδυναμία συγκέντρωσης, κεφαλαλγίες.

Πάντως, με βάση τις διεθνείς συστάσεις, δε συνίσταται μέτρηση της βιταμίνης D στο γενικό πληθυσμό, παρά μόνο σε :

  • Άτομα αυξημένου κινδύνου (που αναφέρθηκαν παραπάνω)
  • Άτομα με εργαστηριακά ευρήματα σχετιζόμενα με ανεπάρκεια βιταμίνης D

Πώς μπορούμε όμως να προλάβουμε/αντιμετωπίσουμε την έλλειψη αυτής της σημαντικής για την υγεία βιταμίνης;

Φαίνεται πως μόνο η πρόσληψη με το φαγητό δεν είναι αρκετή, καθώς ελάχιστες φυσικές τροφές περιέχουν επαρκή ποσότητα βιταμίνης, ενώ και οι εμπλουτισμένες τροφές συνήθως δεν μπορούν από μόνες τους να καλύψουν πλήρως τις ημερήσιες ανάγκες. Έτσι, συνίστανται:

  1. Έκθεση στον ήλιο, με αποτελεσματικότερη ώρα το μεσημέρι (μεγαλύτερη αναλογία UVB/UVA ακτινοβολία).

Ο χρόνος έκθεσης στην ηλιακή ακτινοβολία που απαιτείται για τη σύνθεση των απαραίτητων ποσοτήτων βιταμίνης D εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, οι οποίοι αναφέρθηκαν παραπάνω.
Έκθεση του 18% του σώματος  (άνω- κάτω άκρα, πρόσωπο) στο ηλιακό φως,   για 10-15 από τις 10 πμ μέχρι τις 2 μμ, χωρίς αντηλιακό, τρεις  φορές την εβδομάδα θεωρείται  ικανό χρονικό διάστημα για να παράσχει στον οργανισμό την απαιτούμενη ποσότητα βιταμίνης D. Βέβαια, υπάρχουν προβληματισμοί όσον αφορά στην έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία και την πρόκληση καρκίνου του δέρματος. Η παρατεταμένη έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία πρέπει να αποφεύγεται, ιδίως στην παιδική ηλικία. Φαίνεται, πάντως, ότι η χρόνια – όχι έντονη – έκθεση στο ηλιακό φώς δεν είναι παράγων κινδύνου για εμφάνιση μελανώματος – αντίθετα ίσως είναι προστατευτική. Στη σύγχρονη βιβλιογραφία, προκύπτει μεγάλος προβληματισμός σχετικά με την έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία, ώστε να επιτευχθεί “ισορροπία” ανάμεσα στην πρόληψη – αποφυγή δερματικού καρκίνου και την επίτευξη επαρκών επιπέδων βιταμίνης D, που λειτουργούν προστατευτικά.

  1. Στις περιπτώσεις που οι ανάγκες του οργανισμού δεν καλύπτονται, χορηγείται βιταμίνη D από το στόμα.

Στη χώρα μας κυκλοφορούν πολλά σκευάσματα βιταμίνης D, σε μορφή χαπιών ή σταγόνων, σε πολλές δοσολογίες. Επίσης, βιταμίνη D βρίσκουμε και σε πολλά συμπληρώματα διατροφής, μαζί με άλλες βιταμίνες. Υπάρχουν ακόμη και σκευάσματα βιταμίνης D μαζί με ασβέστιο.

Οι κυριότερες μορφές βιταμίνης D είναι η εργοκαλσιφερόλη (βιταμίνη D2, φυτικής προέλευσης) και η χοληκαλσιφερόλη (βιταμίνη D3, ζωϊκής πρόλευσης). Συνίσταται η χορήγηση χοληκαλσιφερόλης, καθόσον αποτελεσματικότερη.

Η συνιστώμενη δόση βιταμίνης D εξαρτάται από την ηλικία και το βαθμό ανεπάρκειάς της, όπως προκύπτει από τη μέτρηση των επιπέδων της στο αίμα και καθορίζεται από τον θεράποντα γιατρό. Οι περισσότεροι συμφωνούν ότι είναι απαραίτητη η χορήγηση βιταμίνης D σε βρέφη, έγκυες και θηλάζουσες μητέρες, καθώς σε αυτές τις περιπτώσεις σπανίως καλύπτονται οι ανάγκες μόνο από τη διατροφική πρόσληψη και την έκθεση στον ήλιο.

Συχνά, χρειάζονται αρκετά μεγάλες δόσεις (1800-4000 μονάδες καθημερινά), για να επιτευχθούν φυσιολογικά επίπεδα στο αίμα. Δεν πρέπει να χορηγούνται δόσεις μεγαλύτερες των 2000 μονάδων καθημερινά χωρίς ιατρική παρακολούθηση. Πάντως, δε φαίνεται να υπάρχει κίνδυνος για επασβεστώσεις αγγείων ή νεφρολιθίαση, ακόμη και σε νεφροπαθείς και σε πολύ υψηλές δόσεις.

Η θεραπεία υποκατάστασης της βιταμίνης D θεωρείται πολύ ασφαλής και συνήθως δεν παρατηρούνται προβλήματα από τη χορήγησή της.

Διαβάστε αναλυτικά τη δημοσίευση εδώ

Ενδοκρινολογικό τμήμα, Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου «Βενιζέλειο»

Cover photo: Andrea Piacquadio / Pexels