Το Επταπύργιο συντηρήθηκε από τους πρώτους Οθωμανούς μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης το 1430. Ο μεσαίος πύργος της εισόδου, ο έβδομος πύργος κατασκευάστηκε το 1431 από τον Τσαούς Μπέη, πρώτο διοικητή της Θεσσαλονίκης.

Γράφει η Χριστίνα Μισιρλή 

Αυτή η τελευταία προσθήκη είναι ο πύργος του Γεντί Κουλέ, ο οποίος έδωσε το όνομα του σε όλο το φρουριακό συγκρότημα. Λίγα μέτρα από το Γεντί Κουλέ υπάρχει ένα μαγαζί που λειτουργεί από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα και συνδέεται με την ιστορία του μνημείου.

Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών δίπλα στην είσοδο των φυλακών άνοιξε ένα καφενείο από οικογένεια προσφύγων στο οποίο συγγενείς και φίλοι των φυλακισμένων περίμεναν να ανοίξει το επισκεπτήριο.

Η Δήμητρα Γρηγοριάδου, κάτοικος της περιοχής και ιδιοκτήτρια του καφέ «Αίθριο στο Γεντί Κουλέ» μίλησε για το πως άνοιξε το καφενείο. «Με την ανταλλαγή του πληθυσμού ήρθαν πρόσφυγες στην περιοχή. Το συγκεκριμένο οίκημα δόθηκε με αγορά σε μία οικογένεια προσφύγων. Η οικογένεια έψαχνε έναν τρόπο για να επιβιώσει. Αυτό που έκανε ήταν να ανοίξει το καφενείο που βρισκόμαστε σήμερα και να νοικιάζει καπέλα».

Από τη δεκαετία του 1920 ο νόμος όριζε ότι δεν επιτρεπόταν το επισκεπτήριο ασκεπής. Οι επισκέπτες των φυλακών νοίκιαζαν καπέλα από τον καφετζή, τα οποία βρίσκονταν στον τοίχο του καφενείου. Οι επισκέπτες των φυλακών ήταν αναγκασμένοι να νοικιάζουν και να φορούν καπέλο με σκοπό να ξεχωρίζουν από τους κρατούμενους.

«Ο καφετζής νοίκιαζε τα καπέλα γιατί δεν επιτρεπόταν επισκέπτης ασκεπής. Οι επισκέπτες ξεχώριζαν από το καπέλο που φορούσαν. Δεν υπήρχε τρόπος απόδρασης κρατουμένων από τις φυλακές γιατί οι περισσότεροι ήταν φτωχοί και δεν είχαν που να φάνε και να κοιμηθούνε. Δεν υπήρχαν συρματοπλέγματα οπότε οι φυλακισμένοι κυκλοφορούσαν παντού ελεύθερα. Έτσι, καθιερώθηκε ο επισκέπτης με το καπέλο», εξιστορεί η κ. Δήμητρα.

Οι δεσμοφύλακες με αυτόν τον τρόπο μπορούσαν να ξεχωρίσουν τους φυλακισμένους από τους συγγενείς τους, ενώ αυτή η πρακτική διήρκεσε περίπου για μία δεκαετία.

Τα καπέλα που φορούσαν όσοι επισκέπτονταν τη φυλακή υπάρχουν μέχρι και σήμερα στο μαγαζί για να θυμίζουν στους επισκέπτες την ιστορία της περιοχής.

Η κ. Δήμητρα αναφέρθηκε στο πόσο σημαντική είναι μέχρι και σήμερα η διατήρηση αυτών των καπέλων. «Ο κόσμος ενθουσιάζεται και εμείς ως ελληνικός λαός επιμένουμε στις ρίζες μας. Αυτή η διατήρηση είναι μία σημαντική ιστορία από το παρελθόν. Εμείς πήραμε τον χώρο για να μη ξεχαστεί. Από την άλλη όμως, συνεχίζουμε και δεν κολλάμε με τις ρίζες, δεν μένουμε στη γη αλλά «πεταγόμαστε» όπως το δέντρο. Όσο μεγαλώνουν οι ρίζες μεγαλώνει και το δέντρο».

Οι πρώην φυλακές Επταπυργίου ή υγρός τάφος όπως τις χαρακτήριζαν οι κρατούμενοι ήταν μία από τις πιο σκληρές φυλακές της χώρας.