Η Casa Bianca υπήρξε ένα από τα πιο εμβληματικά, ιστορικά κτίρια της Θεσσαλονίκης που μαζί της συνδέθηκε ένας φλογερός έρωτας και η ιστορία της πόλης του προηγούμενου αιώνα μέχρι σήμερα.

Η πανέμορφη έπαυλη χτίστηκε το 1912, την χρονιά της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης στην κοσμοπολίτικη περιοχή των «Εξοχών». Από τα τέλη του 19ου αιώνα η ανατολική Θεσσαλονίκη, η εκτός των τειχών, άρχισε να ανοικοδομείται με πλουσιοπάροχα σπίτια, τεράστιες αυλές και κήπους και μοναδική αρχιτεκτονική που ακολουθούσε τα ευρωπαϊκά πρότυπα.

Η Casa Bianca ή Βίλα Μπλανς ή Βίλα Φερνάντεζ χτίστηκε από τον εβραίο ιταλικής καταγωγής Ντίνο Ιωσήφ Φερνάντεζ –Ντιάζ σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πιέτρο Αρριγκόνι. Η οικογένεια Φερνάντεζ ήταν μια από τις σπουδαιότερες οικογένειες της Θεσσαλονίκης που μαζί με τους Μοδιάνο, Αλλατίνι και Μορμπούργκο αποτέλεσαν τους σημαντικότερους εμπορικούς οίκους.

Η βίλα βρίσκεται στην συμβολή των οδών Βασιλίσσης Όλγας και Θεμιστοκλή Σοφούλη σε οικόπεδο που αγόρασε ο Φερντάντεζ το 1911 από τον Μερκάδο Γιεσουά και πήρε το όνομα της από την σύζυγό του Μπλάνς (Μπιάνκα), κόρη του Λεόν ντε Μαγιέρ.

Περπατώντας στην Θεσσαλονίκη, θα δει κανείς πολλά νεοκλασικά κτίρια που λατρεύουν τόσο οι τουρίστες, όσο και οι κάτοικοι της πόλης. Ένα εξ αυτών, η Casa Bianca, φιλοξενεί σήμερα τη Δημοτική Πινακοθήκη και κουβαλά μια μεγάλη ιστορία αγάπης, ίσως τη πιο μεγάλη ερωτική ιστορία της πόλης, ανάμεσα στην Aline, την εβραιοπούλα κόρη του Dino Fernandez και τον Σπύρο Αλιμπέρτη, Έλληνα στρατιωτικό.

Γνωρίστηκαν τυχαία και ερωτεύτηκαν αμέσως. Η σχέση των δυο νέων, όμως, συνάντησε σφοδρές αντιδράσεις, καθώς η Aline ήταν Εβραία και ο Σπύρος Καθολικός.

Ο φλογερός έρωτας που συντάραξε την Θεσσαλονίκη

Η ρομαντική ιστορία της βίλας ξεκινάει με τον φλογερό έρωτα δύο νέων, της κόρης του Φερνάντεζ-Ντίαζ και της Μπλάνς, Αλίνη και του αξιωματικού του ελληνικού στρατού Σπύρου Αλιμπέρτη την περίοδο του 1914.

Ο Σπύρος Αλιμπέρτης ήταν επιμελητής του Αστεροσκοπείου Αθηνών και βρέθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1912 ως υπασπιστής του διοικητή της 7ης Μεραρχίας του ελληνικού στρατού, Κλεομένη Κλεομένους. (Η 7η Μεραρχία του ελληνικού στρατού ήταν αυτή που μπήκε πρώτη στην Θεσσαλονίκη κατά την απελευθέρωση της πόλης το 1912).

Ένα απόγευμα, καθώς βρισκόταν μέσα στο τραμ γνώρισε τις αδελφές Φερναντέζ. Η Αλίνη ένιωσε αδιαθεσία και ο Αλιμπέρτης έσπευσε να την βοηθήσει και κάπως έτσι γεννήθηκε ένας μεγάλος έρωτας που συντάραξε όλη την τοπική κοινωνία, διότι τα εβραϊκά και χριστιανικά ήθη της εποχής δεν επέτρεπαν τον γάμο χριστιανού με εβραία. Σύντομα έγινε θέμα συζήτησης το οποίο απασχόλησε πέρα από τα πηγαδάκια στις βεγγέρες μεταξύ των επιφανών οικογενειών ακόμα και τον Τύπο.

Απόσπασμα από εφημερίδα της εποχής 

«…Η δεσποινίς Αλίν εξήλθε προχθές την πρωίαν εκ του εν τη συνοικία Ντεπώ πατρικού της μεγάρου επί τη προφάσει ότι, όπως συνήθως, θα μετέβαινεν εις φιλικήν γειτονικήν οικογένειαν. Αλλ΄αντί να μεταβή εις την εν λόγω φιλικήν οικογένειαν κατήλθεν εις την πλατείαν της Ελευθερίας όπου συνήντησε τον εκλεκτόν της καρδίας της ως είχον συμφωνήσει. Και το τρυφερόν ζεύγος ολοταχώς διηυθύνθη εις την αποβάθραν και επέβη του κατά την στιγμήν εκείνην αναχωρούντος δια Χαλκίδα ατμοπλοίου Γιαννουλάτου ‘Ερυσσός’…».

Τα ερωτικά γράμματα και η «απαγωγή»

Οι δύο νέοι σφόδρα ερωτευμένοι αντάλλασαν μεταξύ τους επιστολές έχοντας μεσάζοντα μια «ντεμουαζέλα Τούρκισσα» που μπαινοέβγαινε στο σπίτι των Φερναντέζ, έναν Έλληνα ονόματι Δαγκίνη και ένα Εβραιόπουλο. Από τις 17 επιστολές που έφερε στο φως η επίκουρη καθηγήτρια του τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ, Μαρία Πλαστήρα –Βαλκάνου τις οποίες ανακάλυψε τυχαία 100 χρόνια μετά, στο αρχείο του αρχιτέκτονα ζωγράφου και διανοητή Δημήτρη Πικιώνη, φαίνεται ότι σχεδίαζαν οι δυο τους την αλληλοαπαγωγή τους.

Στις επιστολές ο Αλιμπέρτης αποκαλούσε την Αλίνη «μικρή Τσιγγάνα», ενώ ο ίδιος υπέγραφε ως «μαρκήσιος» και σε δύο από αυτά τα γράμματα, της εξηγεί το σχέδιο απαγωγής, για το πώς θα πάει στην Θεσσαλονίκη, σε ποιο ξενοδοχείο να μείνει, δίνοντας της χρόνο να το σκεφτεί. Ο έρωτάς τους δεν λύγισε στις αντιδράσεις, αντίθετα έγινε πιο δυνατός και οι δύο νέοι «κλέφτηκαν». Τότε δημιουργήθηκε μεγάλο σκάνδαλο και η είδηση της απαγωγής δημοσιεύεται στις εφημερίδες.

Πράγματι, το 1914 το ζευγάρι κλέφτηκε, για να παντρευτεί λίγο αργότερα στην Αθήνα. Μάλιστα, ο γάμος τους έγινε πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες αφού η συντηρητική κοινωνία του 1912 δεν δεχόταν έναν τέτοιο γάμο.

Αν και υπήρχε οικογενειακό προηγούμενο, η Μπιάνκα ήταν καθολική και προκειμένου να παντρευτεί τον Φερναντέζ απαρνήθηκε τον καθολικισμό, η Αλίνη αποκληρώθηκε από τον πατέρα της και ο Αρχιραβίνος την αφόρισε.

Κατά την διάρκεια του 1916, μέσα στην δίνη του Α’ παγκοσμίου πολέμου, ο πατέρας της, Dino Fernandez, τους συγχωρεί και δίνει τη συγκατάθεσή του. Έτσι, το ερωτευμένο ζευγάρι επιστρέφει στην Θεσσαλονίκη, όπου πλέον οι συνθήκες του πολέμου κάνουν δύσκολη την διαβίωση και αποφασίζουν να εγκατασταθούν στο Παρίσι για λίγο χρονικό διάστημα.

Η δραματική ιστορία της οικογένειας, η μαζική δολοφονία και η επίταξη της βίλας

Η ιστορία, όμως, της οικογένειας επιφύλασσε ένα δραματικό τέλος. Η μητέρα της Αλίνης, Μπιάνκα πεθαίνει το 1934 στο Παρίσι και λίγα χρόνια μετά το 1943, ο πατέρας της Φερναντέζ και ο αδερφός της Πιερ, εκτελούνται μαζί με άλλους εβραίους στην Βόρεια Ιταλία, στην Μέινα της Ιταλίας κοντά στην λίμνη Μαντζόρε όπου είχαν καταφύγει για να σωθούν από το Ολοκαύτωμα.

Κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, η Casa Bianca επιτάσσεται και χρησιμοποιείται ο πρώτος όροφος ως κατοικία του Ιταλού Προξένου. Όταν η Αλίνη και ο Σπύρος επέστρεψαν στην Θεσσαλονίκη βρήκαν την βίλα σε άθλια κατάσταση. Το άλλοτε μεγαλοπρεπές αρχοντικό καταληστεύτηκε και βανδαλίστηκε. Αφαίρεσαν πολύτιμα αντικείμενα και όλη την πανάκριβη για την εποχή οικοσκευή.

Το ζευγάρι αναγκάστηκε να μείνει στο ισόγειο και η ζωή τους πλέον περιορίστηκε χωρίς να θυμίζει σε τίποτα τις παλιές ένδοξες εποχές. Έζησαν στην βίλα μαζί ως τα βαθιά τους γεράματα και ούτε ο θάνατος κατάφερε να τους χωρίσει. Ο Σπύρος Αλιμπέρτης πέθανε το 1964 και λίγους μήνες μετά έφυγε από την ζωή και η Αλίνη.

Μετά τον θάνατο της Aline, το αρχοντικό πέρασε στα χέρια της αδερφής της Nina Dervieux de Varez που ζούσε στο Παρίσι κι εκείνη στη συνέχεια πούλησε το κτίσμα.

Η Casa Bianca κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο το 1976. Αργότερα, το 1990 και μετά το πέρας εργασιών αναστήλωσης και συντήρησης, πέρασε στα χέρια του Δήμου Θεσσαλονίκης, με στόχο τη διάσωση του κτιρίου και του περιβάλλοντα χώρου του. Σήμερα, φιλοξενεί την Δημοτική Πινακοθήκη του Δήμου Θεσσαλονίκης και χρησιμοποιείται ως εκθεσιακός χώρος. Πρόσφατα ο δήμος Θεσσαλονίκης νοίκιασε σε ιδιώτη τον αύλειο χώρο και μέρος του ισογείου για τις ανάγκες καφέ αναψυκτηρίου.

Πηγή: http://www.e-radio.gr