Σε ένα μπορντό αrt-nouveau κτίριο στην οδό Παύλου Μελά κάποιοι Θεσσαλονικείς έσωσαν τρία εβραιόπουλα από τους ναζί. Εκεί όπου η Παύλου Μελά συναντά την Τσιμισκή, στην πολύβουη Διαγώνιο, βρίσκεται πραγματικά η καρδιά του παλιού κέντρου της πόλης. Δρόμοι και πεζοδρόμια αρτηρίες πραγματικές, μαγαζιά παλιά και νέα, κτίρια χτισμένα μετά την πυρκαγιά του ’17 και μέχρι τα τέλη των ’70s.

Η καρδιά όμως δεν είναι μόνο για να κυκλοφορεί το αίμα, είναι και το κέντρο των αισθημάτων. Εκεί, λοιπόν, στην καρδιά, υπάρχει ακόμα το αποτύπωμα μιας ιστορίας έντονων συναισθημάτων, πολέμου, φόβου, εγκλεισμού, απόγνωσης και τελικά λύτρωσης, βιωμένης από μια παιδική ψυχή, τη δεκάχρονη τότε Ροζίνα Ασσέρ Πάρδο. Εκείνη και η οικογένειά της έζησαν κρυμμένοι για 540 ημέρες κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής, στον δεύτερο όροφο μιας πολυκατοικίας στο νούμερο 113 της Τσιμισκή.

Αν περάσετε από κει, ρίξτε μια ματιά στα παράθυρα του δεύτερου ορόφου, όπου πριν από 74 χρόνια φοβισμένα παιδικά μάτια, κρυμμένα πίσω από τις γρίλιες, χάζευαν τους διαβάτες, περιμένοντας να περάσει ακόμη μια μέρα… Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν

Λίγο προτού η Ελλάδα εισέλθει στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η οικογένεια Πάρδο ζούσε την ανέμελη ζωή που τους εξασφάλιζε η οικονομική τους άνεση. Μέλη της ανώτερης αστικής τάξης, ζούσαν σε άνετο διαμέρισμα νεόκτιστης πολυκατοικίας επί της Τσιμισκή, στη βόλτα τους πήγαιναν για γλυκό στου Φλόκα και για απογευματινό τσάι στις καλόγουστες σάλες του ξενοδοχείου Μεντιτερανέ επί της λεωφόρου Νίκης, όπου οι συναναστροφές τους ήταν αντίστοιχα καλοζωισμένοι Θεσσαλονικείς, είτε εβραίοι είτε χριστιανοί. Η βραχύβια αυτή «μπελ επόκ» θα θρυμματιστεί με την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων τον Απρίλιο του 1941.

Για την οικογένεια η ανασφάλεια θα ξεκινήσει όταν ο πατέρας Χάιμ Πάρδο δεν θα παραστεί στο κάλεσμα-δημόσιο εξευτελισμό όλων των Εβραίων αρρένων στην πλατεία Ελευθερίας το καλοκαίρι του 1942. Όταν, δε, η οικογένεια αναγκάστηκε να μετακομίσει μαζί με όλους τους Ιουδαίους στο γκέτο, ο πατέρας συγκαταλέχθηκε στα εκατό επιφανή μέλη της ιουδαϊκής κοινότητας, ένα από τα οποία θα εκτελούνταν, σε περίπτωση που κάποιος από τους χιλιάδες έγκλειστους δραπέτευε.

Φωτο: Chrisa Fragoudi
Στέγασε κάποτε το Μακεδονικό Ωδείο και τώρα στεγάζει ενοικιαζόμενα διαμερίσματα στο νούμερο 105, πια, της Τσιμισκή. Φωτο: Chrisa Fragoudi

Διαπιστώνοντας τον κίνδυνο του άμεσου θανάτου, αποφάσισε να δραπετεύσει ο ίδιος και να εξασφαλίσει καταφύγιο για την οικογένειά του. Έκρυψε χρήματα, λίρες και τιμαλφή και σε συνεννόηση με τον φίλο του γιατρό και διευθυντή του ΙΚΑ της πόλης Γιώργο Καρακώτσο φυγάδευσε και την οικογένειά του.

Εδώ, η αφήγηση της μικρής Ροζίνας είναι συγκλονιστική, καθώς μαζί με τη μικρή αδελφή της δραπέτευσαν από ένα κακοφυλαγμένο σημείο του γκέτο, ξήλωσαν τα κίτρινα αστέρια από τα παλτά τους και συνάντησαν τη κ. Φαίδρα Καρακώτσου που τους ενημέρωσε ότι στο εξής δεν θα ήταν η Ροζίνα και η Ντενίζ αλλά η Ρούλα και η Νίτσα…

Αφού διέσχισαν το μισό κέντρο της πόλης, κλειδαμπαρώθηκαν τον Απρίλιο του 1943 οικογενειακώς στο κενό διαμέρισμα της οικογένειας Καρακώτσου στη Διαγώνιο. Παρότι όποιος έδινε καταφύγιο σε Εβραίο εκτελούνταν και όποιος έδινε πληροφορίες για κρυμμένους Εβραίους λάμβανε γενναία αμοιβή, μια συνωμοσία σιωπής προστάτεψε την οικογένεια, και μάλιστα σε εποχές μεγάλης ένδειας και απελπισίας. Ο Χάιμ και η Ευγενία Πάρδο, μαζί με τα τρία μικρά παιδιά τους, έπρεπε να παραμείνουν για ενάμιση χρόνο εντός του διαμερίσματος, χωρίς να κινήσουν υποψίες στη γειτονιά.

Ακούγοντας τις γλαφυρές περιγραφές της κ. Ροζίνας Πάρδο στο εξαιρετικό ντοκιμαντέρ του Βασίλη Λουλέ «Φιλιά εις τα παιδιά» σχετικά με το πώς εκείνα έπρεπε να παραμείνουν ήσυχα και σιωπηλά για τόσο μεγάλο διάστημα, εγώ, ως πατέρας δύο παιδιών των οποίων η συμπεριφορά εντός σπιτιού κάνει το κοριτσάκι από τον «Εξορκιστή» να δείχνει αρσακειάδα, αναρωτιέμαι πώς το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και οι εντολές των γονιών υπερίσχυσαν του παιδικού αυθορμητισμού.

Η μικρή Ροζίνα, σαν άλλη Άννα Φρανκ, κρατούσε ημερολόγιο όχι με το όνομά της αλλά ως Ρούλα Καρακώτσου, μέχρι που κάποια στιγμή σταμάτησε, φοβούμενη πως αν το έβρισκαν οι Γερμανοί, θα τους πρόδιδε όλους. Σύντροφός τους η δεκατριάχρονη ψυχοκόρη του ζεύγους Καρακώτσου, η Μαρία Κάβουρα. Φίλη πια των εβραιόπουλων και του μικρού Φαίδωνα Καρακώτσου, έπαιζε μαζί τους σιωπηλά παιχνίδια, όπως το μέτρημα των κουταλοπίρουνων και το καβάλημα του περβαζιού της αθέατης ταράτσας, που γινόταν καράβι για να αρμενίσουν σε ανέφελες θάλασσες όλα μαζί τα πιτσιρίκια.

Η μικρή Μαρία όχι μόνο δεν τους μαρτύρησε, αλλά στην κορύφωση της ιστορίας, αποδείχθηκε ο σωτήρας όλων. Όταν η Γκεστάπο έψαχνε σπίτια για να επιτάξει και εισέβαλε στο διαμέρισμα, διαπιστώνοντας ότι ένα δωμάτιο ήταν κλειδωμένο, ήταν η Μαρία που εξήγησε στους καχύποπτους Γερμανούς ότι ο μικρός της οικογένειας κλειδώνει την πόρτα του για παιχνίδι.

Μέσα στο δωμάτιο η οικογένεια Πάρδο άκουγε τη στιχομυθία κρυμμένη σε ντουλάπες και πίσω από παντζούρια. Η καρδιά τους χτυπούσε σαν ταμπούρλο, στο ενδεχόμενο ενός παραλίγο δραματικού φινάλε. Ακόμα και ένας Γερμανός αξιωματικός, ο Βάλτερ, επισκέπτης των Καρακώτσων, έδειξε σωτήρια αδιαφορία και, παρότι γνώριζε πως στο διαμέρισμα τάχα ζούσε μια κυρία Αιγυπτιώτισσα με τις τρεις κόρες της, ποτέ δεν θέλησε να ασχοληθεί ιδιαίτερα με το προφανές ψέμα.

Η μαζική εξόντωση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι ένα θέμα ταμπού που πλέον αριθμεί κάποια σημαντικά επιστημονικά βιβλία και πολύτιμες μαρτυρίες που βρίσκουν διαρκώς τον δρόμο τους προς το φως.
Η συγκέντρωση των Εβραίων αρρένων στην πλατεία Ελευθερίας το καλοκαίρι του 1942.

Πέρασε ενάμισης χρόνος με λιγοστό φαγητό, περπάτημα με τις κάλτσες για να μη δημιουργείται θόρυβος, ατελείωτο διάβασμα και πλέξιμο. Πίσω από τις γρίλιες παρακολουθούσαν με αγωνία τους εκτοπισμένους συγγενείς και φίλους, ενώ τα παιδιά χάζευαν τα γεμάτα κόσμο τραμ, μέχρι που έφτασε η πολυπόθητη απελευθέρωση τον Οκτώβριο του 1944. Μετά από λίγους μήνες αφίχθησαν οι πρώτοι ρακένδυτοι λιπόσαρκοι ομόθρησκοί τους από τα στρατόπεδα του θανάτου.

Όταν οι Θεσσαλονικείς ρωτούσαν για την τύχη των οικογενειών τους, μιλούσαν για θαλάμους αερίων και κρεματόρια. Νόμιζαν ότι είχαν αποτρελαθεί. Κανείς δεν τους πίστευε. Κανείς δεν μπορούσε να διανοηθεί τη βιομηχανικής κλίμακας εξόντωση όσων οι νάζι θεωρούσαν υπανθρώπους… Η αλήθεια όμως ήταν απάνθρωπη. Σχεδόν ολόκληρη η πανάρχαια εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης είχε εξοντωθεί.

Εβραιόπουλα της Θεσσαλονίκης.

Εδώ νομίζω ότι βρίσκεται και η δύναμη της ιστορίας αυτής, μιας ιστορίας κουράγιου και προνοητικότητας των γονιών, υπακοής και δέους των παιδιών και απίστευτου ρίσκου της οικογένειας Καρακώτσου. Πολλές είναι οι ιστορίες για το τέλος της ιουδαϊκής κοινότητας της πόλης και όλες μιλούν για καχυποψία και οικονομικό ανταγωνισμό μεταξύ χριστιανών και Εβραίων, για την ισοπέδωση του αχανούς εβραϊκού νεκροταφείου και τη χρήση των μαρμάρων ως οικοδομικού υλικού από τις Αρχές της πόλης, για τη λεηλασία των περιουσιών και πολλά άλλα. Εδώ όμως μια ιστορία αγάπης και εγκαρτέρησης δίνει το στίγμα του ανθρώπινου μέτρου, της ευτυχούς κατάληξης, και θέτει το αδυσώπητο ερώτημα: Eμείς τι θα κάναμε;

Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε και η κ. Ροζίνα Άσσερ Πάρδο μεγάλωσε, έκανε οικογένεια, απέκτησε παιδιά και εγγόνια και έζησε στην Αθήνα. Έγραψε, μάλιστα, κι ένα βιβλίο με τίτλο «548 μέρες με άλλο όνομα». Tα μέλη της οικογένειας Καρακώτσου τιμήθηκαν ως Δίκαιοι των Εθνών από το Yad Vashem, ενώ ως φόρος τιμής στη «συνωμοσία» για τη σωτηρία αυτής της οικογένειας, το κτίριο στέκει ακόμα όρθιο (χαρακτηρίστηκε ως διατηρητέο), παρά το «ολοκαύτωμα» της αντιπαροχής που εξόντωσε τις ελληνικές πόλεις.

Στέγασε κάποτε το Μακεδονικό Ωδείο και τώρα στεγάζει ενοικιαζόμενα διαμερίσματα στο νούμερο 105 πια της Τσιμισκή. Αν περάσετε από κει, ρίξτε μια ματιά στα παράθυρα του δεύτερου ορόφου, όπου πριν από 74 χρόνια φοβισμένα παιδικά μάτια, κρυμμένα πίσω από τις γρίλιες, χάζευαν τους διαβάτες, περιμένοντας να περάσει ακόμη μια μέρα…

Κείμενο: Ρωμύλος Μαντζούρας, Ιστορικός – Ξεναγός

Πηγή: lifo.rg

Ροζίνα Ασσέρ Πάρδο – Η Άννα Φρανκ της Θεσσαλονίκης

Έφυγε στις 16 Μαΐου από τη ζωή, σχεδόν πλήρης ημερών, αλλά και με ψυχική πληρότητα θα έλεγε κανείς, αφού είχε προλάβει τόσο να καταγράψει όλα όσα βίωσε στο βιβλίο της «548 ημέρες με άλλο όνομα» (σ.σ. μεταξύ άλλων έχει μεταφραστεί και στα γερμανικά από το Πανεπιστήμιο του Βερολίνου), όσο και να μιλήσει για τη φρίκη των ημερών και το Ολοκαύτωμα σε εκατοντάδες παιδιά – και όχι μόνο – προκειμένου να διασφαλίσει πως «ποτέ ξανά» δεν θα επαναληφθούν τέτοια ειδεχθή εγκλήματα.

Η Ροζίνα Ασσέρ Πάρδο επέλεξε συνειδητά να μοιραστεί τα όσα έζησε, όσα έγραψε, μετά από προτροπή του πατέρα της, σε ένα τετράδιο, ένα ημερολόγιο για τη δική της ιστορία, κομμάτι του χρονικού τής καταστροφής του εβραϊσμού της Θεσσαλονίκης. Όχι όμως για να γίνει η Ελληνίδα Άννα Φρανκ της Θεσσαλονίκης ή για να αποκτήσει αναγνωρισιμότητα. Στόχος της, όπως έλεγε, ήταν «να μάθουν τα παιδιά μου κι οι άλλοι της γενιάς τους ότι τα χρόνια 1940-1945, χρόνια πολέμου και κατατρεγμού, με σημάδεψαν στην ψυχή και στον νου«.

Η μαρτυρία της, που αποτυπώθηκε στο βιβλίο της, αλλά και η στάση της σε όλη τη διάρκεια του βίου της υπογραμμίζουν την αξία της αλληλεγγύης. Το πόσο σημαντικό είναι αυτή να προβάλλεται και να αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση. Όπως, επίσης, το ότι τα οδυνηρά γεγονότα του Ολοκαυτώματος πρέπει να μνημονεύονται, γιατί δυστυχώς ακόμα και σήμερα υπάρχουν αυτοί που προσδοκούν κάποια επανάληψή τους. Όπως είχε πει η ίδια η Ροζίνα Ασσέρ Πάρδο, «Με τα χρόνια που πέρασαν δεν μου έχει μείνει μίσος για τους Γερμανούς, γι’ αυτούς που μας κατέστρεψαν. Όχι, δεν τους μισώ. Μισώ όμως όσους προσπαθούν, ακόμη και σήμερα, να τους μοιάσουν«.

«Αυτό που χαρακτήριζε εκείνη την εποχή ήταν η απόλυτη σιωπή», έλεγε κάποια χρόνια πριν, σε μια αφήγησή της για τις ανάγκες του ντοκιμαντέρ «Φιλιά εις τα παιδιά» του Βασίλη Λουλέ, όπου περιέγραφε τον καιρό εκείνο που τον ουρανό της Ευρώπης σκέπαζε η ναζιστική μαυρίλα.

«Όλο εκείνο το διάστημα δεν θυμάμαι ν’ ακούσαμε μουσική, δεν θυμάμαι να φωνάξαμε σαν παιδιά ή να παίξαμε ένα τρελό κυνηγητό. Ενάμιση χρόνο δεν ξέρω κι αν ακούγαμε τους εαυτούς μας να μιλάμε, εκτός το βράδυ, που έκλειναν τα πάντα και μαζευόμασταν γύρω από μια λάμπα πετρελαίου να φάμε αυτό το φτωχικό βραδινό που τρώγαμε. Εμείς, με τη φαντασία των παιδιών, δημιουργούσαμε εικόνες και παραστάσεις. Ήταν η απόλυτη σιωπή«, θυμόταν.

«Ευτυχώς υπήρχε το παιχνίδι. Πώς συνεννοούμασταν για το παιχνίδι δεν ξέρω, ίσως μιλώντας χαμηλόφωνα γιατί ήμασταν στην ταράτσα. Δεν μας έβλεπε κανείς. Είχε ένα πεζουλάκι μόνο, στο οποίο ανεβαίναμε και το κάναμε καράβι και παίζαμε ότι αρμενίζαμε σε θάλασσες ελεύθερες από Γερμανούς. Ήταν το πιο ωραίο μας παιχνίδι. Αυτή η ταράτσα ήταν όλος μου ο κόσμος«…

Ο επόμενος σταθμός για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης ήταν το Άουσβιτς.

Σε μια συγκλονιστική ομιλία της στο αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, που δημοσιεύτηκε στο Άλεφ (διμηνιαία έκδοση της Ισραηλιτικής Κοινότητας Αθηνών/ τεύχος 45) και υπενθύμισε, μέσα από τον προσωπικό του λογαριασμό στο facebook ο Βίκτωρ Ελιέζερ, η Ροζίνα Ασσέρ – Πάρδο περιέγραφε τις ατέλειωτες ημέρες του εγκλεισμού:

«Από το παράθυρο του διαμερίσματος αυτού παρακολουθούσαμε τις ατέλειωτες σειρές των Εβραίων που τους πήγαιναν με τα πόδια στου Βαρώνου Χιρς – σταθμός επιβίβασης – για την Πολωνία. Ήταν η χώρα της Επαγγελίας μάς έλεγαν. Όλοι ίσοι όλοι στην δουλειά, κι άλλα πολλά ψέματα. Ανάμεσα στις μακριές κινούμενες σειρές ήταν οι θείες/οι μου τα ξαδέρφια και οι δύο γιαγιάδες μου. Ήταν η μοναδική φορά που είδα τον πατέρα μου να κλαίει…«.

Ένα ημερολόγιο – παρακαταθήκη μνήμης για τις επόμενες γενιές

Με προτροπή του πατέρα της, η 10χρονη Ροζίνα Ασσέρ Πάρδο άρχισε να καταγράφει συμβάντα, σκέψεις και συναισθήματα για εκείνες τις δύσκολες μέρες του εγκλεισμού σ’ ένα ημερολόγιο, το οποίο φυλάσσεται σήμερα στο Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδος ως παρακαταθήκη μνήμης για τις επόμενες γενιές.

«Η Ρόζα είχε την πολύ μεγάλη δύναμη να τα βάλει στο χαρτί και να τα αφηγηθεί. Πάντα είχε στο νου της να διατηρηθεί η μνήμη«, εξηγεί η Ντενίζ Μπεράχα. Το ημερολόγιο αυτό, τονίζει, έχει διπλή αξία. «Είναι το ημερολόγιο ενός σχεδόν δεκάχρονου κοριτσιού, αλλά παράλληλα, επειδή η Ρόζα έψαξε πράγματα και ιστορικά και χρονολογικά για να τα βάλει σε μια τάξη, έχει και την παράλληλη γενική ιστορία«.

Το γιατί η αλληλεγγύη αυτή μεταξύ εβραϊκού και χριστιανικού στοιχείου εξανεμίστηκε μετά την Κατοχή, εκτός από εξαιρέσεις, είναι ένα μεγάλο θέμα.
Ζευγάρια μπροστά σε καπνοπωλείο. Η εβραϊκή κοινότητα ήταν η δυναμικότερη στη Θεσσαλονίκη.

Η ίδια (η Ντενίζ) θυμάται πως όσες φορές τόλμησε, όπως χαρακτηριστικά λέει, να ανοίξει κουβέντα με τις αδελφές της, μετά τα ξεχνούσε. «Σαν να ήθελα να λησμονήσω… Δεν έχω μνήμες από εκείνη την περίοδο (σ.σ. λόγω της μικρής της ηλικίας), μόνο συναισθήματα. Δεν έχω συνέχεια του χρόνου, μόνο φωτογραφίες μνήμες«, σημειώνει και θυμάται πως αυτό που και οι τρεις αδελφές «κληρονόμησαν» απ’ όλα όσα βίωσαν ήταν «μια αίσθηση φόβου ανεξήγητου που δεν μας άφησε εύκολα στη ζωή μας και την οποία με πολλή δύναμη προσπαθήσαμε να ξεπεράσουμε«.

Άλλωστε, όπως χαρακτηριστικά λέει η κ. Μπεράχα, το καταπληκτικό ήταν πως ύστερα απ’ όλα όσα βίωσε η οικογένεια η ζωή …πήγε μπροστά. «Είναι κάτι απίθανο πώς η ζωή πήγε μπροστά για την ίδια τη ζωή. Πώς οι γονείς μας, νέοι άνθρωποι, γύρω στα 40 – 45, που έχασαν αδελφές, μάνες, ολόκληρες οικογένειες, μπόρεσαν να ξαναπιάσουν τη ζωή από την αρχή, να μας μεγαλώσουν, να «τραγουδήσουν» τη ζωή… Όλα πήγαν μπροστά. Η ζωή για τη ζωή«, τονίζει η μόνη πλέον εν ζωή από τις τρεις αδελφές της οικογένειας.

Επιτύμβιες πλάκες από το εβραϊκό νεκροταφείο της Θεσσαλονίκης χρησιμοποιήθηκαν από τους Ναζί για την κατασκευή πισίνας.

Με την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης στις 26 Οκτώβρη 1944, όταν η οικογένεια βγήκε από την κρυψώνα της, «…νιώσαμε μια απέραντη ερήμωση«, έλεγε η Ροζίνα Ασσέρ Πάρδο στο ασφυκτικά γεμάτο αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών. «Η μόνη εβραϊκή οικογένεια στο κέντρο, η δική μας, άλλη μία στις Εξοχές μερικές από μεικτούς γάμους κι άρχισαν να έρχονται από τα βουνά Εβραίοι αντάρτες. Μετρηθήκαμε, ήμασταν 70 Εβραίοι όλοι κι όλοι«…

Αυτή η εικόνα που έμεινε βαθιά χαραγμένη στην ψυχή της, την έκανε όχι μόνο να αφηγείται τα δεινά του Ολοκαυτώματος στα δικά της παιδιά κι εγγόνια, γύρω από το τραπέζι του Σαββάτου στο οποίο κάθονταν όλοι, όπως λέει ο γιος της Βίκτωρ, αλλά και σε σχολεία και όπου αλλού την καλούσαν.

Άλλωστε, «για τη Ρόζα, το θέμα αυτό δεν ήταν εβραϊκό, δεν ήταν και δεν είναι δικό μας θέμα. Είναι θέμα του να δεχθείς τον άλλον όπως είναι. Αν κάτι έχει αξία, αν είναι κάτι να μείνει, είναι αυτό. Ας είναι διαφορετικός, είναι σαν κι εμάς», όπως αναφέρει, βάζοντας τον επίλογο στη συζήτηση για την πολυαγαπημένη της αδελφή, η Ντενίζ Μπεράχα.

Η πόλη μας οφείλει να γνωρίζει την ιστορία της

Aν υπάρχει ένα μελανό σημείο στο χάρτη της ελληνικής Ιστορίας, αυτό βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη και αφορά τη μαζική εξόντωση των Εβραίων της πόλης κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ένα θέμα ταμπού, μια μαύρη σελίδα που παρέμενε κρυμμένη στο αμαρτωλό ασυνείδητο των ελληνικών αφηγήσεων, αλλά πλέον αριθμεί κάποια σημαντικά επιστημονικά βιβλία και πολύτιμες μαρτυρίες που βρίσκουν διαρκώς τον δρόμο τους προς το φως.

Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, 1917.